- φιξάρισμα
- το, Ν [φιξάρω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιξάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιξάρισμα — το, ατος σταθεροποίηση (ιδίως χρώματος), στερέωση, παγίωση: Φιξάρισμα φωτογραφικής πλάκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)